Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτονόητα [aftonόita] adv (L)
- ① without explanation or proof, self-evidently (near-syn αυταπόδεικτα, ευνόητα):
- ό,τι επινοούμε μόνοι μας, τούτο και το γνωρίζομε άμεσα και πολύ καλά, δηλαδή ~ (Theodorakop) |
- το απλό γεγονός του φωτός .. τόσο ~ παρουσιάζεται στην αίσθηση της οράσεως ως ένα δεδομένο (id.)
- ② as a logical or natural outcome or conclusion, as a matter of course:
- η πρόταση κρίθηκε ~ απορριπτέα |
- η Iταλία ήταν ~ το πνευματικό κέντρο του κόσμου (Kanellop) |
- πρόεδρος της [επιτροπής] ήταν ~ ο προκαθήμενος της εκκλησίας της Eλλάδας (Christidis) |
- οι διαστάσεις του ποιητικού κειμένου .. οδηγούσαν ~ στην αναζήτηση μιας καινούργιας μουσικής μορφής (Theodorakis)
[der of αυτονόητος]
- ① without explanation or proof, self-evidently (near-syn αυταπόδεικτα, ευνόητα):