Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτονομιστικός -ή -ό [aftonomistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην αυτονομία ή στον αυτονομιστή, που επιδιώκει την αυτονομία: Aυτονομιστικό κίνημα / κόμμα. Aυτονομιστική οργάνωση. Aυτονομιστικά συνθήματα.
[λόγ. αυτονομιστ(ής) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτονομιστικός, -ή, -ό [aftonomistikós] (L) polit
- of or pertaining to autonomism or autonomists:
- ~ όμιλος |
- αυτονομιστική βία, οργάνωση, προπαγάνδα |
- αυτονομιστικά κινήματα στις κουρδικές επαρχίες |
- το σχέδιο δίνει τυπικές και όχι ουσιαστικές αυτονομιστικές δυνατότητες |
- οι αυτονομιστικές διαθέσεις της κάθε περιοχής είναι σεβαστές και αναπτύσσονται ελεύθερα (Theotokas)
[fr kath αυτονομιστικός (Koumanoudis: 1894, 1897), der of αυτονομιστής w. suff -ικός]
- of or pertaining to autonomism or autonomists: