Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτομόληση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτομόληση η [aftomólisi] Ο33 (συνήθ. πληθ.) : η ενέργεια του αυτομολώ: Mε τις λιποταξίες και τις ατομικές ή ομαδικές αυτομολήσεις η αριθμητική δύναμη του στρατού μειώθηκε.

[λόγ. < ελνστ. αὐτομόλη(σις) -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτομόληση [aftomόlisi] η, (L)
  • desertion to the enemy or espousal of his ideas (syn αυτομολία, near-syn λιποταξία)

[fr kath αυτομόλησις ← K (Philo, 1st c. AD; Arr. Fr. 10J), der of αὐτομολῶ; cf μόλησις 'coming' Apollor. soph., Lex. Homer., 1st-2nd c. AD]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες