Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτομολώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτομολώ [aftomoló] Ρ10.9α : (για στρατιώτες, πολεμιστές κτλ.) εγκαταλείπω την παράταξη στην οποία ανήκω και προσχωρώ στην αντίπαλη: Οι πιο δειλοί λιποτάκτησαν· οι άλλοι είτε από συμφέρον είτε από ιδεολογία αυτομόλησαν στον εχθρό.

[λόγ. < αρχ. αὐτομολῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτομολώ [aftomolό] αυτομολεί, aor αυτομόλησα (subj αυτομολήσω), (L)
  • desert to the enemy or espouse his ideas, renegade (syn αποστατώ 2, near-syn λιποτακτώ):
    • ο στρατηγός αυτομόλησε στις HΠA |
    • τα παλιά ηρωικά τραγούδια .. αυτομόλησαν κι αυτά στο άλλο στρατόπεδο, συντροφεύουν τώρα τις νέες χριστιανικές γιορτές (Kazantz) |
    • δεν παρουσιάσθηκε κανείς στρατιώτης του Oκτάβιου διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις τάξεις του και να αυτομολήσει (Roussos) |
    • δεν αρμόζει στον πρώτο σερασκέρη τον Oσμανλήδων ν' αυτομολήσει στον εχθρό! (Karagatsis)

[fr kath αυτομολώ ← MG (CGL), PatrG ← K (also pap), AG, der of αὐτόμολος (noun)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες