Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοματοποιώ [aftomatopió] -ούμαι Ρ10.9 : μετατρέπω κτ. (μηχανισμό, λειτουργία κτλ.) σε αυτόματο· εισάγω τη χρήση αυτόματων μηχανών: ~ μια παραγωγική διαδικασία. Πλήρως αυτοματοποιημένη παραγωγή και συσκευασία ενός προϊόντος.
[λόγ. αυτόματ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. automatiser < automate = αυτόματον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοματοποιώ [aftomatopiό] αυτοματοποιεί, pass αυτοματοποιούμαι, aor subj αυτοματοποιηθώ, (L)
- ① automate, automatize:
- το σύστημα αμέσου συνδέσεως αυτοματοποιεί τις συναλλαγές
- ② pass αυτοματοποιούμαι become automatic:
- οι εργαστηριακές εξετάσεις και αναλύσεις θα πρέπει να αυτοματοποιούνται όλο και περισσότερο |
- να σταθεροποιηθεί και να αυτοματοποιηθεί το σύστημα επιχειρηματικών κινήτρων
[fr kath (neol) αυτοματοποιώ, cpd w. -ποιώ]
- ① automate, automatize: