Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοματοποίηση η [aftomatopíisi] Ο33 : μετατροπή μηχανισμού, λειτουργίας κτλ. σε αυτόματο· η εισαγωγή της χρήσης αυτόματων μηχανών: H πλήρης ~ της παραγωγής ενός προϊόντος.
[λόγ. αυτοματοποιη- (αυτοματοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοματοποίηση [aftomatopíisi] η, gen αυτοματοποίησης & αυτοματοποιήσεως, (L)
- automation, automatization (syn αυτοματισμός 3):
- ~ των τηλεπικοινωνιών |
- το μέτρο της αυτοματοποιήσεως εισπράξεως των διοδίων θα διευκολύνει τη διακίνηση των τροχοφόρων |
- η ~ των πάντων θα επιτρέψει στους ανθρώπους να εργάζονται μόνο 30 ώρες την εβδομάδα (Kyriakidis)
[fr kath (neol) αυτοματοποίησις, der of αυτοματοποιώ]
- automation, automatization (syn αυτοματισμός 3):