Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοματισμός ο [aftomatizmós] Ο17 : 1.το σύστημα της αυτόματης λειτουργίας· ο αυτόματος μηχανισμός: Tα σύγχρονα / τα καινούρια αυτοκίνητα είναι εξοπλισμένα με διάφορους αυτοματισμούς. 2. ο χαρακτήρας ή η διαδικασία του αυτόματου. 3. γενικά για δυνατότητα άμεσης και γρήγορης αντίδρασης: Ο ~ του αμυντικού συστήματος του NATΟ.
[λόγ. < αγγλ. automatism < αρχ. αὐτόματ(ος) -ism = -ισμός (διαφ. το αρχ. αὐτοματισμός `κτ. που συμβαίνει μόνο του, τυχαίο΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοματισμός [aftomatizmós] ο, (L)
- ① quality or state of being automatic or spontaneous, lack of conscious awareness, automatism:
- ~ του ενστίκτου |
- πώς οι καλοί τρόποι, από υπόθεση εγκεφαλική που είναι σήμερα, θα αποκτήσουν αυτοματισμό; (Palaiologos) |
- όλος ο ~ των ονειρικών παραστάσεων του υποσυνείδητου ξεχειλίζει (Michelis)
- ⓐ lit, art act or result of suppressing one's consciousness, automatism:
- προσπαθεί ολοένα ν' απαλλαγεί από τις λεκτικές και φραστικές κοινοτοπίες, .. ποτέ ωστόσο δεν αφέθηκε στον αυτοματισμό και το υποσυνείδητο (Peranthis) |
- μέγα μέρος της σύγχρονης τέχνης .. πλησιάζει το όνειρο, τον ασύνειδο ψυχικό αυτοματισμό (Dizikirikis) |
- ο υπερρεαλισμός .. έχει την αφετηρία του .. στην εκδήλωση ορισμένων αυτοματισμών (Mourelos)
- ② automatic or mechanical operation, automation:
- τα δόντια μου κροτάλιζαν με τον αυτοματισμό πλήκτρων πιανόλας (Ouranis) |
- με τον αυτοματισμό ενός αντρείκελου του πρόσφερε τσιγάρο (Terzakis) |
- ο στίχος του .. ξεπετιέται με καταπληκτικό αυτοματισμό (Dimaras)
- ⓑ automatic apparatus or mechanism (near-syn μηχανισμός):
- ο ηλεκτρολόγος ξέρει από αυτοματισμούς |
- δεν θα μεταχειριστούμε τις συνήθεις μεθόδους κατασκευής μηχανικών αυτοματισμών (Papanoutsos)
- ③ conversion to automatic operation, automation, automatization (syn αυτοματοποίηση):
- ~ της παραγωγής |
- χάρη στον αυτοματισμό η εργάσιμη εβδομάδα δεν θα φθάνει τις 25 ώρες |
- ο ~ της οικονομίας, όταν γίνεται ακατεύθυντος, δημιουργεί νέα προβλήματα (Angelop) |
- τα εμπόδια .. εξουδετερώνουν και τον αυτοματισμό στην οικονομική ανάπτυξη (PSolomos) [fr kath αυτοματισμός ← MG, PatrG ← AG (Hippocr [+] αéτοματισμός, Alcidamas, soph.
[4th c. BC]), K (D. Halic. 1.4 etc), w. suff -ισμός]
- ① quality or state of being automatic or spontaneous, lack of conscious awareness, automatism: