Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοματικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοματικά [aftomatiká] adv (L)
  • ① = αυτόματα 1:
    • το εργοστάσιο του οργανισμού, που λειτουργεί ~, δεν έχει ανάγκη της συνδρομής μας (Katsigra)
  • ⓐ = αυτόματα 1b:
    • ένα οποιοδήποτε λογοτέχνημα εκφράζει πάντα και ~ μερικά από τα κοινωνικά αιτήματα του τόπου όπου γεννήθηκε (Dimaras) |
    • είναι .. δυνατόν να υπάρξει μια αρμονία, αντίστιξη και ενορχήστρωση, που να μη μας οδηγεί ~ στην περιοχή της δυτικής μουσικής; (Theodorakis)
  • ② = αυτόματα 2:
    • κουνιούνταν ~, μα ανεπαίσθητα, συνοδεύοντας το τραγούδι (Karantonis) |
    • η αρρυθμία και η κακοφωνία αποφεύγονται σχεδόν ~ (Stathis)

[der of αυτοματικός; cf αυτοματικώς (Koumanoudis: Σπ. Zαμπέλιος: 1893)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες