Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτομάτως
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αυτομάτως, επίρρ.
  • 1)
    • α) Xωρίς επενέργεια άλλου:
      • (Iερακοσ. 49017
    • β) αυτοβούλως:
      • ο δουξ ιδίως και αυτομάτως έλθῃ (Ψευδο-Σφρ. 20225
    • γ) ενστικτωδώς:
      • τα ψάρια … τα μικρά τρέχουσιν αυτομάτως (Φυσιολ. (Legr.) 511).
  • 2) Aμέσως:
    • αυτομάτως ο ρηξ τον πόλεμον συνάψῃ (Ψευδο-Σφρ. 3405).

[αρχ. επίρρ. αυτομάτως. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτομάτως [aftomátos] adv (L)
  • ① without external intervention by o.s., automatically, spontaneously, naturally (syn αυτόματα 1):
    • oι βράχοι κύλησαν ~ |
    • ένα κράτος δεν υφίσταται ~ κατά τον τρόπο που υπάρχει ένα βουνό ή ένα υλικό αντικείμενο (Georgoulis)
  • ⓐ in consequence or by the force of circumstances, ipso facto, automatically (syn αυτόματα 1b):
    • με την ένωση αυτή σκηνής και πλατείας .. καταργήθηκε ~ η ράμπα (Melas) |
    • όταν λέμε ότι η λογική εξετάζει το ορθώς διανοείσθαι, παραδεχόμαστε ~ ότι υπάρχει και ένα μη ορθώς διανοείσθαι (Tatakis) |
    • ένα ευνοϊκό ψήφισμα της γενικής συνέλευσης δεν θα λύσει βέβαια ~ το κυπριακό (Christidis) |
    • κοντεύει .. να πάρω το δίπλωμα κι έτσι γίνομαι ~ επίσημος (Charitaki)
  • ② without conscious intention, automatically, mechanically, unthinkingly (syn αυτόματα 2):
    • όταν ακούω να τραγουδάνε, αναπνέω ~ με τους τραγουδιστές (Stratou) |
    • μια που παρανέγνωσε το επώνυμο την πρώτη φορά, ήταν φυσικό ν' αποκαταστήσει ~ τον ίδιο τύπο αμέσως παρακάτω στο κείμενο (NMPanagiotakis)
  • ⓑ through an automatic mechanism, automatically (syn αυτόματα 2b):
    • πρέπει να υπάρχουν αεριστήρες που ανανεώνουν ~ τον αέρα (Saratsis) |
    • το συνάλλαγμα που εισάγεται από τις εξαγωγές ελέγχεται ~ (PSolomos, adapted)
  • ③ on the spot, immediately (syn αυτόματα 3):
    • θα έχει .. την τρέλα να διατυπώσει απόψεις, που αμέσως και ~ θα παραμορφωθούν από το γενικό κλίμα (Terzakis) |
    • η Hραία έκανε τέτοιο κρασί, που, όταν έπιναν οι γυναίκες, βρίσκονταν ~ σε κατάσταση εγκυμοσύνης (Varelas)

[fr kath αυτομάτως ← postmed, MG (Kriaras' Lex) ← PatrG, K, AG, der of αὐτόματος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες