Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτολεξεί [aftoleksí] επίρρ. : με τις ίδιες ακριβώς λέξεις· κατά λέξη, λέξη προς λέξη: Επανέλαβαν τις διαταγές του ~.
[λόγ. < ελνστ. αὐτολεξεί]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτολεξεί [aftoleksí] adv (L)
- in the same words, in so many words, word for word (syn phr επί λέξει L, κατά λέξη, λέξη προς λέξη):
- σκοπεύουμε .. ν' αναφέρουμε ~ μερικά χωρία (Katsigra) |
- στα έργα των Bυζαντινών συναντούσαν πολλές φορές ~ απόψεις πλατωνικές (Tatakis) |
- άκουσε έναν εκτενή λόγο του ιεροκήρυκα Δ. Λ. .. και τον επανέλαβε το βράδυ στους φίλους του ~ (Peranthis)
[fr kath αυτολεξεί ← Philo (1st c. AD) 2.597 etc]
- in the same words, in so many words, word for word (syn phr επί λέξει L, κατά λέξη, λέξη προς λέξη):