Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκόλλητο [aftokόlito] το, (L)
- ① self-adhesive paper, sticker:
- άλμπουμ φωτογραφιών σπιράλ με αυτοκόλλητα
- ⓐ self-adhesive label or badge, sticker (near-syn κονκάρδα):
- προκαλούσαν όσους φορούσαν αυτοκόλλητα του υποψήφιου δημάρχου Δ.K.
- ② self-adhesive band of insulating foam:
- βάλτε αυτοκόλλητα στις χαραμάδες
[substantiv. n of αυτοκόλλητος]
- ① self-adhesive paper, sticker:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκόλλητος -η -ο [aftokólitos] Ε5 : που έχει πάνω του συγκολλητική ουσία και κολλά κάπου με απλή προσαρμογή: Aυτοκόλλητο χαρτί / σήμα. Aυτοκόλλητη ετικέτα / ταινία / κονκάρδα. || (ως ουσ.) το αυτοκόλλητο, για οποιοδήποτε αυτοκόλλητο κομμάτι χαρτιού, νάιλον κτλ.
[λόγ. αυτο- + κολλη- (κολλώ) -τος μτφρδ. αγγλ. self-sticking, self-adhesive]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκόλλητος, -η, -ο [aftokόlitos] (L)
- equipped w. a gummed surface, self-adhesive:
- ~ επίδεσμος |
- αυτοκόλλητη ταινία |
- αυτοκόλλητο γραμματόσημο, πλαστικό |
- ετικέτες αυτοκόλλητες και διακοσμητικές, για να κολλήσετε στα βάζα
[neol, cpd w. κολλητός (Homer +); cf ἀκόλλητος, ἀσυγκόλλητος (schol. Homer), εὐκόλλητος (pap), προσκολλητός (schol. Soph.), ἀπροσκόλλητος (Eustathius)]
- equipped w. a gummed surface, self-adhesive: