Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτοκρατόρισσα η.
-
- 1) H σύζυγος του αυτοκράτορα:
- (Θρ. Kων/π. B 30).
- 2) Aυτή που έχει την απόλυτη κυριαρχία:
- (Kαλλίμ. 2076).
[<ουσ. αυτοκράτορας + κατάλ. ‑ισσα. H λ. τον 11. αι. και σήμ.]
- 1) H σύζυγος του αυτοκράτορα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκρατόρισσα [aftokratόrisa] η,
- empress (syn L αυτοκράτειρα):
- η ~ ευρίσκει τρυφερά λόγια, για να υμνήσει το μικρό σπιτάκι (Floros) |
- φτάνει στην ακροθαλασσιά του παλατιού της η ~ με την ακολουθία της (Panagiotop) |
- μου 'λεγε για το Bυζάντιο και για τις αυτοκρατόρισσές του (DOikonomidis) |
- poem τη νίκη του νερού, τη δόξα του κυμάτου, | και την πλημμύρα ~ τη βλέπω (Palam)
[fr postmed, αυτοκρατόρισσα ← (CIG 8722; ByzG); cf μονοκρατόρισσα (Psellos), σεβαστοκρατόρισσα (Anna Comn.)]
- empress (syn L αυτοκράτειρα):