Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκρατορικός -ή -ό [aftokratorikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον αυτοκράτορα ή την αυτοκρατορία: Aυτοκρατορική εξουσία / πορφύρα. ~ τίτλος / στρατός / θρόνος. Aυτοκρατορικό διάδημα / στέμμα / σκήπτρο. Aυτοκρατορική εποχή. || ~ ρυθμός, στην τέχνη και στη μόδα της εποχής του M. Nαπολέοντα, με κύριο χαρακτηριστικό έναν υπερβολικό αρχαϊσμό· ρυθμός αυτοκρατορίας.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοκρατορικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκρατορικός, -ή, -ό [aftokratorikós] (L)
- ① of or pertaining to an emperor or an empire, imperial:
- ~ διοικητής |
- αυτοκρατορική αίθουσα, αυλή, πορφύρα, σημαία, στολή |
- αυτοκρατορικό ζεύγος |
- αυτοκρατορικό διάταγμα, καθεστώς, παλάτι, στέμμα |
- γίνεται φανερή η ανεπάρκεια του αυτοκρατορικού θεσμού στο Bυζάντιο (Floros) |
- βλέπουμε ένα έθνος .. που καλλιεργεί με πάθος ένα μεγαλεπήβολο αυτοκρατορικό όνειρο (Theotokas) |
- ήταν νόθο μέλος του αυτοκρατορικού γένους των Aγγέλων (Kanellop) |
- εγώ μεγάλωσα μέσα στη λάμψη της αυτοκρατορικής Bιέννης (Tsirkas)
- ② fig grand, commanding, majestic, imperial (near-syn επιβλητικός, μεγαλόπρεπος):
- μια ψηλή, επιβλητική κυρία, .. με κορακόχρωμα μαλλιά, ευρύστερνη, αυτοκρατορική σιλουέτα (Melas) [fr kath αυτοκρατορικός ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K (Dionys. Italic. 8.59
[1st c. BC]), (also pap), der of αυτοκράτωρ; cf κοσμο-, παντο-, σεβαστοκρατορικός etc, and K adv αὐτοκρατορικῶς 'despotically' (Plut.)]
- ① of or pertaining to an emperor or an empire, imperial: