Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκράτορας ο [aftokrátoras] Ο5 θηλ. αυτοκράτειρα [aftokrátira] & (οικ.) αυτοκρατόρισσα [aftokratórisa] Ο27 : α.τίτλος απόλυτου μονάρχη· (πρβ. βασιλιάς): Οι αυτοκράτορες της αρχαίας Ρώμης / του Bυζαντίου. Ο ~ της Γερμανίας, κάιζερ. Ο ~ της Ρωσίας, τσάρος. Ο ~ της Οθωμανικής Tουρκίας, σουλτάνος. Ο Mέγας Nαπολέων ανακηρύχθηκε ~ στα 1804. || (θηλ.) η γυναίκα αυτοκράτορας ή η σύζυγος του αυτοκράτορα. β. (μτφ.) για άνθρωπο που κυριαρχεί απόλυτα σε κπ. τομέα: Ο ~ των MMΕ.
[λόγ. < ελνστ. αὐτοκράτωρ, αιτ. -ορα, αρχ. σημ.: `που έχει απόλυτη εξουσία΄ (πρβ. μσν. αυτοκράτορας)· λόγ. < ελνστ. αὐτοκράτειρα· λόγ. < μσν. αυτοκρατόρισσα < αυτοκράτορ(ας) -ισσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτοκράτορας ο,
- βλ. αυτοκράτωρ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκράτορας [aftokrátoras] ο, (L) (& αυτοκράτωρ)
- :
- στέφθηκε ~ |
- θέλει να ξεσηκώσει τους Γραικούς, για να μπει αυτός ~ στην Πόλη (Petsalis) |
- μέσα στον ναό υπήρχε και μαντείο της Aφροδίτης, που το συμβουλεύτηκε ο Pωμαίος ~ Tίτος (Floros) |
- κανένας αυτοκράτωρ δεν καταδέχθηκε να προσέξει την Πελοπόννησο (Kanellop) |
- σου δείξαν οι καλογριές τα παλιά τα βαγγέλια, .. που στείλαν οι αυτοκρατόροι απ' το Bυζάντιο; (Venezis)
[fr kath αυτοκράτωρ ← postmed, MG (Prodr, Kallimachos etc) ← PatrG, K (Polyb.), AG 'one's own master'; cf θαλασσοκράτωρ, κοσμο-, μεγαλο-, μονο-, παγ-, παντο-, σεβαστοκράτωρ etc]