Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκράτειρα [aftokrátira] η, (L)
- empress (syn D αυτοκρατόρισσα):
- το βιβλίο γράφτηκε κατά παρακίνηση της άλλοτε αυτοκράτειρας Aυγούστας Bικτωρίας (Athanasiadis-N) |
- εδώ λένε ότι υπήρχαν οι στάβλοι των ανακτόρων της Bυζαντινής αυτοκράτειρας Δομινίκης (Vasileiou) |
- αρκετές αυτοκράτειρες παριστάνονται συχνά στον τύπο μιας ορισμένης θεότητας (Pantermalis)
[fr kath αυτοκράτειρα ← AG (Orphica, Hymni, 70.8), f of αυτοκράτωρ]
- empress (syn D αυτοκρατόρισσα):