Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκινούμενος -η -ο [aftokinúmenos] Ε5 : που έχει αυτονομία κινήσεων: Aυτοκινούμενο πυροβόλο.
[λόγ. αυτο- + κινούμενος μπε. του κινώ μτφρδ. αγγλ. automotive (auto- = αυτο-) (πρβ. ελνστ. αὐτοκινῶ `έχω την αρχή της κίνησης στον εαυτό μου΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκινούμενος, -η, -ο [aftocinúmenos] (L)
- self-propelled, locomotive, automotive (syn αυτοκίνητος):
- αυτοκινούμενη τορπίλλη |
- αυτοκινούμενα μηχανήματα |
- πύραυλοι εγκατεστημένοι πάνω σε αυτοκινούμενους εκτοξευτήρες |
- [το οχυρό] χτυπήθηκε από συνδυασμένες δυνάμεις, άρματα μάχης, πυροβόλα αυτοκινούμενα κλ (Terzakis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοκινούμενος, prp of kath αυτοκινούμαι, this cpd w. κινούμαι; cf αυτοκινούμενον ποδήλατον (Koumanoudis, 1895)]
- self-propelled, locomotive, automotive (syn αυτοκίνητος):