Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκινητόδρομος ο [aftokinitóδromos] Ο20α : πλατύς δρόμος έξω από τις πόλεις, κατασκευασμένος ειδικά για την άνετη κυκλοφορία αυτοκινήτων: Οι αυτοκινητόδρομοι της Γερμανίας / της Iταλίας. Οι ελληνικοί αυτοκινητόδρομοι συχνά δεν έχουν ισόπεδες διαβάσεις.
[λόγ. αυτοκί νητ(ον) -ο- + -δρομος μτφρδ. ιταλ. autostrada ή μέσω του γαλλ. autoroute (auto- σύντμ. του automobile = αυτοκίνητον)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκινητόδρομος [aftocinitό∂romos] ο, (L)
- motor highway, superhighway, expressway (syn phr εθνική οδός):
- ατέλειωτοι και πλατύτατοι αυτοκινητόδρομοι με παν όπου θέλω (Karantonis) |
- 4877 μίλια [είναι] ο ~ που ενώνει δύο ωκεανούς (Palaiologos) |
- το αρχαϊκό τραμ .. φαίνεται τόσο παράταιρο πλάι στους διόροφους ή και τριόροφους αυτοκινητόδρομους (Thrylos)
[fr kath (neol) αυτοκινητόδρομος, cpd w. δρόμος; cf Fr auto-route]
- motor highway, superhighway, expressway (syn phr εθνική οδός):