Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκινητοπομπή
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκινητοπομπή [aftocinitopombí] η, (L)
  • automobile convoy, motorcade:
    • το βασιλικό ζεύγος έφθασε επικεφαλής αυτοκινητοπομπής |
    • ένας αστυνομικός, που επέβαινε μοτοσικλέτας, προηγείτο της αυτοκινητοπομπής του υπουργού

[fr kath (neol) αυτοκινητοπομπή, cpd w. kath πομπή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες