Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκινητοπομπή [aftocinitopombí] η, (L)
- automobile convoy, motorcade:
- το βασιλικό ζεύγος έφθασε επικεφαλής αυτοκινητοπομπής |
- ένας αστυνομικός, που επέβαινε μοτοσικλέτας, προηγείτο της αυτοκινητοπομπής του υπουργού
[fr kath (neol) αυτοκινητοπομπή, cpd w. kath πομπή]
- automobile convoy, motorcade: