Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκινητομάνι [aftocinitománi] το,
- excessive number or mass of cars:
- με το ~ και τους γιωταχήδες ο κάθε φιόγκος έπιασε βολάν και όποιον πάρει ο χάρος (Psathas)
[cpd w. combin form -μάνι; cf ανθρωπομάνι, γυναικομάνι, κοριτσομάνι, παιδομάνι etc]
- excessive number or mass of cars: