Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκινητοδρόμιο το [aftokinitoδrómio] Ο40 : στίβος που χρησιμεύει για αγώνες ταχύτητας ή για δοκιμές αυτοκινήτων.
[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + -δρόμιον μτφρδ. γαλλ. autodrome < auto- (σύντμ. του automobile) = αυτοκίνητ(ον) -ο- + -drome < αρχ. δρόμ(ος) -ιον]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκινητοδρόμιο [aftocinito∂rόmio] το, (L)
- auto race track, speedway:
- οι αγώνες να διοργανώνονται σε ειδικές κλειστές διαδρομές, τα σιρκουί, και σε ειδικούς στίβους, τα αυτοκινητοδρόμια (Chatzinikou)
[fr kath (neol) αυτοκινητοδρόμιον, cpd w. combin form -δρόμιον; cf αεροδρόμιον, ιπποδρόμιον, παγο-, ποδηλατο-, χιονο-δρόμιον etc]
- auto race track, speedway: