Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκινητοδρομία η [aftokinitoδromía] Ο25 : αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων.
[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + -δρομία κατά το αρματοδρομία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκινητοδρομία [aftocinito∂romía] η, (L)
- ① trip or ride in a car, car ride (syn αυτοκινητάδα 1):
- πολύωρη ~ πηγαίνει τον Aμερικανό από τη μοναξιά της δουλειάς του στη μοναξιά του σπιτιού του (Karantonis, adapted)
- ② car racing, car race (syn phr αγώνας αυτοκινήτου, ράλι):
- εβδομήντα αθλητές της αυτοκινητοδρομίας .. πήραν μέρος στους αγώνες δεξιοτεχνίας (Melas)
[fr kath (neol) αυτοκινητοδρομία, cpd w. combin form -δρομία; cf αμαξοδρομία, αρματο-, ελκηθρο-, ποδηλατο-, χιονοδρομία etc]
- ① trip or ride in a car, car ride (syn αυτοκινητάδα 1):