Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκινητοβιομηχανία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκινητοβιομηχανία η [aftokinitoviomixanía] Ο25 : α.τομέας της οικονομικής δραστηριότητας που ασχολείται με τη μαζική παραγωγή αυτοκινήτων: H ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας στη δυτική Ευρώπη. β. εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων: Εργάζεται σε μια ~ στη Γερμανία.

[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + βιομηχανία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκινητοβιομηχανία [aftocinitoviomixanía] η, (L)
  • auto industry

[cpd w. βιομηχανία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες