Παράλληλη αναζήτηση
20 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτοκίνητο το [aftokínito] Ο40 : όχημα που κινείται με δική του μηχανή πάνω σε τέσσερις (ή περισσότερους) τροχούς: ~ δημοσίας χρήσεως (ΔX). ~ ιδιωτικής χρήσεως (IX). Επιβατικό ~· (πρβ. λεωφορείο, πούλμαν). Aστικό / υπεραστικό ~. Επαγγελματικό ~. Φορτηγό ~, καμιόνι. ~ ψυγείο. Tαξιδεύω με ~. Οδηγώ ~. Άδεια κυκλοφορίας αυτοκινήτου. Πετρελαιοκίνητο ~. Hλεκτρικό / ηλεκτροκίνητο ~. Aγόρασα καινούριο ~.
αυτοκινητάκι το YΠΟKΟΡ α. μικρό αυτοκίνητο: Συγκρουόμενα* αυτοκινητάκια. β. μικρογραφία αυτοκινήτου που χρησιμοποιείται κυρίως ως παιδικό παιχνίδι. [λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. αὐτοκίνητος `που κινείται μόνος του΄ σημδ. γαλλ. automobile (auto- = αυτο-)]
- αυτοκίνητο [aftocínito] το,
- automobile, motorcar, car, auto:
- αγωνιστικό, επιβατικό, στρατιωτικό, φορτηγό ~ |
- ιδιωτικό ~ private car (syn γιωταχί, κούρσα) |
- νοσοκομειακό ~ ambulance (syn ασθενοφόρο) |
- αστυνομικό ~ police car |
- ~ των σκουπιδιών garbage truck (syn σκουπιδιάρικο) |
- ~ της συγκοινωνίας bus (syn λεωφορείο) |
- βιομηχανία, τεχνική του αυτοκινήτου |
- αγώνας αυτοκινήτου car race (syn αυτοκινητοδρομία 2, ράλι) |
- αριθμός (κυκλοφορίας) αυτοκινήτου car license number
[fr kath (neol) αυτοκίνητον (sc όχημα), substantiv. n of αυτοκίνητος; cf MG (also pap) το αυτοκίνητον 'animal']
- automobile, motorcar, car, auto:
- αυτοκινητο- [aftocinito] 1st me of cpds,
- automobile, car, auto, e.g. αυτοκινητοαγορά, αυτοκινητοδηγός, αυτοκινητοθάλασσα, αυτοκινητομηχανή, αυτοκινητοπάζαρο etc
[der of αυτοκίνητο]
- αυτοκινητοβιομηχανία η [aftokinitoviomixanía] Ο25 : α.τομέας της οικονομικής δραστηριότητας που ασχολείται με τη μαζική παραγωγή αυτοκινήτων: H ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας στη δυτική Ευρώπη. β. εργοστάσιο κατασκευής αυτοκινήτων: Εργάζεται σε μια ~ στη Γερμανία.
[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + βιομηχανία]
- αυτοκινητοβιομηχανία [aftocinitoviomixanía] η, (L)
- auto industry
[cpd w. βιομηχανία]
- αυτοκινητοβιομήχανος [aftocinitoviomíxanos] ο, (L)
- auto industrialist:
- οι αυτοκινητοβιομήχανοι προσπαθούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των εργατών για μεγαλύτερη παραγωγικότητα
[cpd w. βιομήχανος]
- auto industrialist:
- αυτοκινητοδρομία η [aftokinitoδromía] Ο25 : αγώνας ταχύτητας αυτοκινήτων.
[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + -δρομία κατά το αρματοδρομία]
- αυτοκινητοδρομία [aftocinito∂romía] η, (L)
- ① trip or ride in a car, car ride (syn αυτοκινητάδα 1):
- πολύωρη ~ πηγαίνει τον Aμερικανό από τη μοναξιά της δουλειάς του στη μοναξιά του σπιτιού του (Karantonis, adapted)
- ② car racing, car race (syn phr αγώνας αυτοκινήτου, ράλι):
- εβδομήντα αθλητές της αυτοκινητοδρομίας .. πήραν μέρος στους αγώνες δεξιοτεχνίας (Melas)
[fr kath (neol) αυτοκινητοδρομία, cpd w. combin form -δρομία; cf αμαξοδρομία, αρματο-, ελκηθρο-, ποδηλατο-, χιονοδρομία etc]
- ① trip or ride in a car, car ride (syn αυτοκινητάδα 1):
- αυτοκινητοδρόμιο το [aftokinitoδrómio] Ο40 : στίβος που χρησιμεύει για αγώνες ταχύτητας ή για δοκιμές αυτοκινήτων.
[λόγ. αυτοκίνητ(ον) -ο- + -δρόμιον μτφρδ. γαλλ. autodrome < auto- (σύντμ. του automobile) = αυτοκίνητ(ον) -ο- + -drome < αρχ. δρόμ(ος) -ιον]
- αυτοκινητοδρόμιο [aftocinito∂rόmio] το, (L)
- auto race track, speedway:
- οι αγώνες να διοργανώνονται σε ειδικές κλειστές διαδρομές, τα σιρκουί, και σε ειδικούς στίβους, τα αυτοκινητοδρόμια (Chatzinikou)
[fr kath (neol) αυτοκινητοδρόμιον, cpd w. combin form -δρόμιον; cf αεροδρόμιον, ιπποδρόμιον, παγο-, ποδηλατο-, χιονο-δρόμιον etc]
- auto race track, speedway: