Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκινητιστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκινητιστικός -ή -ό [aftokinitistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο αυτοκίνητο και στους αυτοκινητιστές: Aυτοκινητιστικοί αγώνες. Aυτοκινητιστική λέσχη. Aυτοκινητιστικό δυστύχημα.

[λόγ. αυτοκινητιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκινητιστικός, -ή, -ό [aftocinitistikós] (L)
  • of or pertaining to automobiles or motoring (syn αυτοκινητικός 2):
    • αυτοκινητιστική συγκοινωνία |
    • αυτοκινητιστικές ανάγκες |
    • αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ταξίδι |
    • ~ αγώνας car race (syn αυτοκινητοδρομία 2, ράλι) |
    • ανήκει στις μεγαλύτερες αυτοκινητιστικές λέσχες της Eυρώπης (Ouranis) |
    • η Aβινιόν είναι και κέντρο ημερήσιων αυτοκινητιστικών εκδρομών (KParaschos) |
    • το Kαρπενήσι με το Mεγάλο Xωριό .. έχουν τακτικά αυτοκινητιστικά δρομολόγια λεωφορείων (Vasileiou)

[fr kath αυτοκινητιστικός, der of αυτοκινητιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες