Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκινητάκι [aftocinitáci] το,
- ① small car:
- τα λουλούδια τα μεταφέρουν .. τα μικρά αυτοκινητάκια των ανθοπωλείων (Glezos) |
- τ' αυτοκινητάκια της Aσφάλειας τρέχουν αφηνιασμένα προς όλες τις κατευθύνσεις (Lamprou)
- ② specif, pl Dodg 'em cars (syn phr συγκρουόμενα αυτοκίνητα)
[dimin of αυτοκίνητο w. suff -άκι]
- ① small car: