Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκαταστροφικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκαταστροφικός -ή -ό [aftokatastrofikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αυτοκαταστροφή, που αναφέρεται σε αυτή: Aυτοκαταστροφικές τάσεις.

[λόγ. αυτοκαταστροφ(ή) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκαταστροφικός, -ή, -ό [aftokatastrofikós] (L)
  • tending to or causing self-destruction, self-destructive:
    • με μια αυτοκαταστροφική νοοτροπία βλέπουν τη θάλασσα σαν ένα τεράστιο βόθρο |
    • μέσα στο γενικό αυτοκαταστροφικό παραλήρημα του πελοποννησιακού πολέμου άφησαν .. τα παλληκάρια τους να ρέψουν στα λατομεία (Floros) |
    • ρομαντισμός είναι το αλόγιστο, .. το αυτοκαταστροφικό ξεδίπλωμα της υποκειμενικότητας (Karantonis)

[der of αυτοκαταστροφή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες