Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοκατανάλωση η [aftokatanálosi] Ο33 : κατανάλωση των προϊόντων μιας κοινότητας από τους ίδιους τους παραγωγούς.
[λόγ. αυτο- + κατανάλω(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκατανάλωση [aftokatanálosi] η, (L)
- process of exhausting one's own physical powers (near-syn αυτοανάλυση):
- η εκδήλωση της ζωής προκαλεί ~ των οργάνων και των σωματικών δυνάμεων (Louros)
[cpd w. kath κατανάλωσις]
- process of exhausting one's own physical powers (near-syn αυτοανάλυση):