Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκαλούμενος, -η, -ο [aftokalúmenos] (L)
- calling o.s., self-styled (syn αυτοαποκαλούμενος, αυτονομαζόμενος):
- ο ~ πρωθυπουργός |
- τρομοκρατική δράση του αυτοκαλούμενου Eρυθρού Σταυρού |
- ποιο σκοπό εξυπηρετούν σε ένα καθεστώς αυτοκαλούμενο ελεύθερο και δημοκρατικό; (Psathas) |
- διάδοχος της αρχαίας φιλοσοφίας είναι όχι η νεώτερη αυτοκαλούμενη φιλοσοφία, αλλά η νεώτερη επιστήμη (Lambridi)
[fr kath (Koumanoudis) αυτοκαλούμενος, prp of αυτοκαλούμαι]
- calling o.s., self-styled (syn αυτοαποκαλούμενος, αυτονομαζόμενος):