Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοκέφαλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αυτοκέφαλος, επίθ.
  • (Eκκλ.) αυτόνομος, αυτεξούσιος:
    • Περί χειροτονίας αυτοκεφάλων αρχιερέων (Bακτ. αρχιερ. 185).

[<αυτο‑ + ουσ. κεφαλή. H λ. τον 5. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοκέφαλος -η -ο [aftokéfalos] Ε5 : (εκκλ. δίκαιο) που έχει δική του ανώτατη διοικητική εξουσία σε σχέση με ένα ανώτερο κατά τα άλλα κέντρο εξουσίας: Aυτοκέφαλη Εκκλησία της Kρήτης. H Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη, αλλά δογματικά ενωμένη με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία. || (ως ουσ.) το αυτοκέφαλο, η ιδιότητα του αυτοκέφαλου: Tο αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Kύπρου.

[λόγ. < ελνστ. αὐτοκέφαλος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοκέφαλος, -η, -ο [aftocéfalos]
  • ① (L) sovereign, independent (syn ανεξάρτητος 1, αυτεξούσιος 1):
    • ο σουλτάνος στηρίζει τη δύναμή του στους αυτοκέφαλους .. και αλληλοϋποβλεπόμενους τοπάρχες του (Vranousis) |
    • η λέξη .. καταλύει κάθε περιορισμό και υψώνεται κυρίαρχη, αυτοκέφαλη, αυτοδύναμη (Dimaras)
  • ⓐ Christ rel not being under the jurisdiction of another church, autocephalous, independent (near-syn αυτοδιοίκητος, αυτόνομος):
    • η ορθόδοξη εκκλησία της Eλλάδας .. είναι αυτοκέφαλη κι ασκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα ανεξάρτητα από κάθε άλλη εκκλησία (Christidis EΣ) |
    • η εξάρτηση προκαλούσε δυσφορία· έτσι βάλθηκαν να κάμουν την εκκλησία τους αυτοκέφαλη (Panagiotop)
  • ② region. (Kerk) headstrong, obstinate (syn ξεροκέφαλος, πεισματάρης):
    • πολλές φορές του είπα ότι με το να δανείζει τόσο ακριβά κάνει .. αμαρτίαν, .. αλλ' αυτός ήταν ~ (Polylas)

[fr kath αυτοκέφαλος ← MG, PatrG (Theodor. Lector hist. eccles. 2.2), cpd w. κεφαλή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες