Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκάθαρση [aftokáθarsi] η, (L)
- ① = αυτοκαθαρισμός ο 1:
- ~ του ποταμού
- ② = αυτοκαθαρισμός ο 2:
- αυτή την εσωτερική ~ .. η Aσία δεν την γνωρίζει, γιατί δεν γνωρίζει την εσωτερική πάλη (Theodorakop) [fr kath αυτοκάθαρσις ← PatrG (Greg. of Nazianz, origines
[spurious work]), cpd w. κάθαρσις]
- ① = αυτοκαθαρισμός ο 1: