Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοθυσία η [aftoθisía] Ο25 : η εκούσια θυσία του εαυτού μας ή των συμφερόντων μας για να ωφεληθούν άλλοι· αυταπάρνηση, αλτρουισμός: Hρωική / παραδειγματική / υπέροχη ~. Πνεύμα / πράξη αυτοθυσίας.
[λόγ. αυτο- + θυσία μτφρδ. αγγλ. self-sacrifice]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοθυσία [aftoθisía] η, (L)
- self-sacrifice, self-abnegation (near-syn αυταπάρνηση):
- μεγάλη, σπάνια ~ |
- πνεύμα αυτοθυσίας |
- πιστός μέχρι αυτοθυσίας |
- αγωνίστηκε, υπηρέτησε με ~ |
- με προσωπική του ~ φροντίζει για το καλό του λαού (Athanasiadis-N) |
- σώθηκε με την ~ ενός φίλου του, που έριξε τον εαυτό του επάνω στο εγχειρίδιο του δολοφόνου (Kanellop) |
- πρέπει με πράξεις γεμάτες κίντυνο και ~ να γίνει άξιος της βασίλισσας των πόθων του (Melas) |
- όλα τα παλληκάρια .. έκαναν το χρέος τους με τόση ~ (ChZalokostas) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1807, 1816, 1895, 1897]) αυτοθυσία, cpd w. θυσία]
- self-sacrifice, self-abnegation (near-syn αυταπάρνηση):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοθυσιάζομαι [aftoθisiázome] Ρ2.1β : θυσιάζω με τη θέλησή μου τον εαυτό μου ή τα συμφέροντά μου για να ωφεληθούν άλλοι.
[λόγ. αυτο- + θυσιάζομαι κατά το αυτοθυσία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοθυσιάζομαι [aftoθisiázome] aor αυτοθυσιάστηκα (subj αυτοθυσιαστώ & αυτοθυσιασθώ)
- sacrifice o.s. (syn θυσιάζομαι):
- η τέχνη έχει πλάσει εκείνους που αυτοθυσιάζονται ωραία ωραία, για να ευτυχήσει το αγαπημένο πρόσωπο (Terzakis) |
- αναφωνεί εκστατικά ο γέρος μπροστά στο πτώμα εκείνου που αυτοθυσιάστηκε (Athanasiadis-N) |
- να αυτοθυσιασθεί αποδεχόμενος σιωπηρώς την βαρύτατη ταπείνωση, που του επέβαλαν οι αντίπαλοί του; (Roussos) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1889, 1896]) αυτοθυσιάζομαι, cpd w. θυσιάζομαι]
- sacrifice o.s. (syn θυσιάζομαι):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοθυσιαζόμενος, -η, -ο [aftoθisiazόmenos] (L)
- sacrificing o.s.:
- substantiv. ο καθαρός ιδεολόγος ξέρει πως η ιδέα, για να τραφεί .. χρειάζεται να πιει το αίμα του· ιδεολόγος θα πει ~ (Terzakis)
[prp of αυτοθυσιάζομαι]
- sacrificing o.s.: