Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοθεραπευτικός, -ή, -ό [aftoθerapeftikós] (L)
- pertaining to or conducive to self-cure, self-curing, self-healing (syn αυτοεξυγιαντικός):
- αναγκάζουν τον οργανισμό να επιστρατεύσει τις μέσα σ' αυτόν ευρισκόμενες αυτοθεραπευτικές της φύσης δυνάμεις (Katsigra)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοθεραπευτικός, cpd w. θεραπευτικός]
- pertaining to or conducive to self-cure, self-curing, self-healing (syn αυτοεξυγιαντικός):