Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοθαυμασμός ο [aftoθavmazmós] Ο17 : ο θαυμασμός κάποιου για τον εαυτό του.
[λόγ. αυτο- + θαυμασμός μτφρδ. αγγλ. self-admiration]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοθαυμασμός [aftoθavmazmós] ο, (L)
- self-admiration, self-approbation (near-syn αυταρέσκεια, αυτοαποθέωση, αυτολατρεία, ναρκισσισμός):
- ευτελής, πρόδηλος ~ |
- ναρκισσιμός είναι η αγάπη για τον εαυτό μας και ο υπέρμετρος ~ |
- δεν τους λείπει και μια ροπή προς το ναρκισσισμό, προς τον αυτοθαυμασμό, προς την επίδειξη (Theotokas) |
- χωρίς αμφιβολία ο ~ είναι ένα θλιβερό σημείο (Chatzinis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1888, 1892, 1895]) αυτοθαυμασμός, cpd w. θαυμασμός]
- self-admiration, self-approbation (near-syn αυταρέσκεια, αυτοαποθέωση, αυτολατρεία, ναρκισσισμός):