Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοεξυπηρέτηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοεξυπηρέτηση η [aftoeksipirétisi] Ο33 : σύστημα πωλήσεως κατά το οποίο οι αγοραστές εξυπηρετούνται μόνοι τους, χωρίς τη βοήθεια υπαλλήλων· σελφ σέρβις: Kατάστημα / εστιατόριο / σύστημα αυτοεξυπηρέτησης.

[λόγ. αυτο- + εξυπηρέτη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. self-service]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοεξυπηρέτηση [aftoeksipirétisi] η, gen αυτοεξυπηρέτησης & αυτοεξυπηρετήσεως
  • process, system, or custom of providing service to or for o.s., self-service (syn αυτοσερβίρισμα, σελφσέρβις):
    • βιβλιοπωλείο, εστιατόριο αυτοεξυπηρετήσεως |
    • τα μεγάλα καταστήματα αυτοεξυπηρετήσεως περιορίζουν το κέρδος σε 10% (PSolomos) |
    • η ~ στο σπίτι, το πλύσιμο των πιάτων από το σύζυγο και το συγύρισμα από τη γυναίκα δεν επιτρέπουν άλλο χουζούρι (Louros)

[neol, cpd w. εξυπηρέτησις, calqued on Eng self-service]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες