Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδύναμος -η -ο [aftoδínamos] Ε5 : που έχει δυνάμεις και ικανότητες επαρκείς για να ανταποκριθεί σε ένα έργο, χωρίς να χρειάζεται κάποια εξωτερική βοήθεια ή στήριγμα: Aυτοδύναμη κυβέρνηση, η κυβέρνηση που σχηματίζει μια πολιτική παράταξη χωρίς την υποστήριξη άλλης. ~ οικονομικά οργανισμός. || που γίνεται με τις δικές του μόνο δυνάμεις: Aυτοδύναμη ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.
αυτοδύναμα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. αὐτοδύναμος `που έχει απόλυτη δύναμη΄ κατά τη σημ. της λ. αυτοδυναμία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδύναμος, -η, -ο [afto∂ínamos]
- ① having one's own power or authority, self-powered, self-supported, self-reliant:
- ~ διαιτητής, σύμμαχος |
- ~ αγώνας, λογισμός |
- αυτοδύναμη δραστηριότητα, εξέλιξη, εξουσία, κίνηση, τεχνοκρατία |
- αυτοδύναμο επιχείρημα |
- αυτοδύναμο ποιητικό αίσθημα |
- αυτοδύναμη ασφάλεια του κράτους |
- πνευματικά ~ άνθρωπος |
- η κυβέρνηση έχει αυτοδύναμη πλειοψηφία στη βουλή |
- είναι δύσκολο να επιβιώσει το θέατρο σαν αυτοδύναμη επιχείρηση |
- η μαρξική θεωρία του κοινωνικού καθορισμού των προϊόντων του πνεύματος δεν έχει αυτοδύναμην αλήθεια (Papanoutsos) |
- ο ηθικός νόμος είναι αφ' εαυτού του λογικός και ~ (Theodorakop) |
- πίστευεν ίσως στην αυτοδύναμη επικράτηση της αξίας (Peranthis) |
- οι Σουηδοί έγιναν αυτοδύναμοι επιστημονικά (Theotokas)
- ⓐ acting on one's own powers, independent, sovereign (syn αυτεξούσιος 1):
- ~ πλάστης |
- αυτοδύναμη θέληση |
- πρέπει να δημιουργηθεί αυτοδύναμη υπηρεσία εθνικών πάρκων |
- η αναγέννηση ημπορεί να προέλθει .. από την επαρχία, εφόσον .. κατορθώσει να γίνει αυτοδύναμη (Theodorakop) |
- η ελευθερία .. είναι η αυτοδύναμη άσκηση του καθήκοντος (Tsatsos) |
- τους παραχωρεί το δικαίωμα να εκτελούν αυτοδύναμοι έργα μικρής κλίμακας (Papanoutsos) |
- να διαπλασθούν άτομα ελεύθερα, ανεξάρτητα, αυτοδύναμα (Kolyva)
- ② self-existing, self-contained, independent (syn αυτεξούσιος 2):
- αυτοδύναμη αξία, ιδέα, λέξη, μελωδία, σύνθεση |
- αυτοδύναμο δεδομένο, φαινόμενο |
- αυτοδύναμο ποιητικό δημιούργημα |
- ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός θέλει να γίνει ~ και ανάλογος της αρχαίας παράδοσης |
- η στήλη .. ολοένα χάνει την οντότητά της σαν αυτοδύναμο μνημείο (Charitonidis) |
- θα .. σταχυολογήσω μερικές αυτοδύναμες περικοπές, που χωρίς καμιάν αλληλεξάρτηση μαρτυρούν την ίδια ψυχική θερμοκρασία (Chourmouzios)
[fr kath αυτοδύναμος ← postmed (Somavera) ← PatrG (Greg. Naz.) αὐτοδύναμος 'having absolute power'; cf ενδύναμος, ευ-, ισο- (LXX+), μεγαλο-, μικρο-, παν-δύναμος etc]
- ① having one's own power or authority, self-powered, self-supported, self-reliant: