Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδύναμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδύναμα [afto∂ínama] adv
  • by or through one's own powers, independently (syn αυτόνομα 1):
    • δημιουργεί, ενεργεί, επιβάλλεται ~ |
    • η δημοκρατία μπορεί να αντιμετωπίσει ~ τα προβλήματα |
    • οι προνομιούχες ηθικές συνειδήσεις .. είναι ~ δημιουργικές (Papanoutsos) |
    • βαθύτερη ένωση της Eυρώπης είναι βέβαιο ότι θα μεγάλωνε .. τη δύναμή της να σταθεί ~ (Theodorakop) |
    • ο Bιζυηνός είναι από τις φυσιογνωμίες που παίρνουν ~ μια διαλεχτή θέση στα γράμματά μας (Melas) |
    • η αλήθεια και η γνησιότητα είναι μια ιδέα ρευστή, .. που απορρέει ~ από το πνεύμα της εποχής (Chatzinis)

[der of αυτοδύναμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες