Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδυναμία η [aftoδinamía] Ο25 : η ιδιότητα του αυτοδύναμου: Aποκτώ / έχω ~. Tο τάδε κόμμα ήρθε πρώτο στις βουλευτικές εκλογές χωρίς όμως να καταφέρει να αποκτήσει ~.
[λόγ. αυτο- + δύναμ(ις) -ία μτφρδ. αγγλ. self-reliance (διαφ. το ελνστ. αὐτοδύναμις `απόλυτη εξουσία΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδυναμία [afto∂inamía] η,
- ability to function through one's own powers, self-reliance, self-sufficiency, independence (syn το αυτοδύναμο, near-syn αυτάρκεια, αυτεξούσιο 1):
- ~ της τοπικής αυτοδιοικήσεως |
- αμυντική ~ της χώρας με την ανάπτυξη πολεμικής βιομηχανίας |
- κάθε χώρα ταυτίζει πλέον την ενεργειακή της ~ με την εθνική της κυριαρχία |
- και χωρίς πρόγραμμα, απλώς και μόνον με την ~ του συστήματος, η βιομηχανική παραγωγή ηύξανε με ποσοστό 10% (Zachareas) |
- συνείδηση της αυτοδυναμίας της φυλής να τραβήξει στον πνευματικό της δρόμο χωρίς συνεχή δάνεια από την αρχαία της παράδοση (Chourmouzios)
[fr kath (neol) αυτοδυναμία, der of αυτοδύναμος; cf α-δυναμία, απο-, ισο-δυναμία etc]
- ability to function through one's own powers, self-reliance, self-sufficiency, independence (syn το αυτοδύναμο, near-syn αυτάρκεια, αυτεξούσιο 1):