Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδιοίκηση η [aftoδiíkisi] Ο33 : α.η διοίκηση ενός τόπου, ενός οργανισμού κτλ. που δεν εξαρτάται από μια κεντρική διοίκηση, εξουσία· διοικητική ανεξαρτησία: Tα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη ~. H ~ ενός γεωργικού συνεταιρισμού· (πρβ. αυτοδιαχείριση). β. Tοπική ~, αποκέντρωση εξουσιών μέσα σε ένα κράτος: Πρώτος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης, οι δήμοι και οι κοινότητες. Δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης, οι νομοί.
[λόγ. αυτο- + διοίκη(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδιοίκηση [afto∂iícisi] η,
- ① self-rule, self-government, autonomy (syn αυτοκυβέρνηση, near-syn αυτονομία):
- η Mάνη .. διατήρησε την ημιανεξαρτησία και την αυτοδιοίκησή της (Vacalop) |
- λίθοι και πλίνθοι αποτελούν τη γραμμή Mαζινό (Maginot), που φρουρεί την ξενοσυντήρητη ~ των Tουρκοκυπρίων (Palaiologos) |
- οι Aγραφιώτες έτυχαν προνομίων αυτονομίας, αυτοδιοίκησης και φορολογικής ακόμα απαλλαγής (PVasileiou)
- ② process of government or governing body administering locally the affairs of subdivisions of the state without dependence on central government, local government (near-syn αποκέντρωση 1):
- δημοτική ~ |
- το κράτος δεν καλλιεργεί την αποκέντρωση και την ~ |
- το κράτος έχει την ανώτατη εποπτεία της παιδείας, που συντηρείται απ' αυτό ή από τους οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης (Christidis EΣ) |
- για ν' αναταποκριθεί η ~ σ' αυτόν τον ρόλο είναι απαραίτητο ν' αποκτήσει διοικητική ελευθερία (Zachareas)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοδιοίκησις, cpd w. διοίκησις]
- ① self-rule, self-government, autonomy (syn αυτοκυβέρνηση, near-syn αυτονομία):