Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοδικώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοδικώ [aftoδikó] Ρ10.9α : διαπράττω αυτοδικία: Όσοι αυτοδικούν στρέφονται έμμεσα εναντίον του κύρους της οργανωμένης δικαιοσύνης.

[λόγ. < ελνστ. αὐτοδικῶ `ασκώ ανεξάρτητη δικαστική εξουσία΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδικώ [afto∂ikό] αυτοδικεί, law
  • take the law into one's own hands

[fr kath αυτοδικώ ← K αὐτοδικῶ (-έω) 'have independent jurisdiction', der of αὐτόδικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες