Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδικία η [aftoδikía] Ο25 : η αυθαίρετη ανταπόδοση αδικήματος, η τιμωρία κάποιου που μας αδίκησε, από εμάς τους ίδιους και όχι από το νόμο: H ~ τιμωρείται ως έγκλημα που στρέφεται κατά της προσωπικής ελευθερίας.
[λόγ. αυτοδικ(ώ) -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδικία [afto∂icía] η,
- ① independent jurisdiction:
- πρόκειται για νόμο μεροληπτικό, σαν αυτούς που επέβαλλε η Aθήνα στους συμμάχους της περιορίζοντας την ~ τους (FKakridis)
- ② law act or result of attempting to obtain justice through one's own means and not through the judiciary procedure, taking the law into one's own hands:
- υπέβαλε μήνυση για ~, κλοπή και σωματικές κακώσεις |
- επέμενε να εφαρμόσει και στη Mάνη τους καινούργιους νόμους· και πιο πολύ να καταργήσει την ~ (Petsalis) |
- ο ρεμπέτης έχει τάσεις αυτοδικίας κυρίως ένεκα ερωτικών λόγων (IPetrop) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1846 etc]) αυτοδικία, der of AG αὐτόδικος 'having independent jurisdiction']
- ① independent jurisdiction: