Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοδημιούργητος -η -ο [aftoδimiúrjitos] Ε5 : (για πρόσ.) που πρόκοψε κοινωνικά ή οικονομικά με τις δικές του μόνο δυνάμεις και προσπάθειες, χωρίς τη βοήθεια άλλων και, κυρίως, χωρίς ευνοϊκές προϋποθέσεις καταγωγής: ~ έμπορος / βιομήχανος / επιστήμονας / πολιτικός.
[λόγ. αυτο- + δημιουργη- (δημιουργώ) -τος μτφρδ. αγγλ. self-made (διαφ. το ελνστ. αὐτοδημιούργητος `σε φυσική κατάσταση΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδημιούργητος1 [afto∂imiúryitos] ο, (L) = αυτοδημιούργημα
- :
- ο κόσμος ήταν μοιρασμένος σε φτωχούς και σε πλούσιους ..· ο ~, που ήταν η εξαίρεση, μεταπηδούσε από τη μια ομάδα στην άλλη (Panagiotop)
[substantiv. m of αυτοδημιούργητος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοδημιούργητος2, -η, -ο [afto∂imiúryitos] (L)
- having succeeded in life through one's own efforts, self-made:
- ~ εκατομμυριούχος, επιστήμονας, ηθοποιός |
- ο Στάλιν δεν είχε ανάγκη από αυτοδημιούργητους ηγέτες |
- βρήκε στο πρόσωπο του Pήγα τον αυτοδημιούργητο επίσης και αδιάφθορο άνθρωπο (Vranousis) |
- τόσοι αυτοδημιούργητοι επιχειρηματίες .. ανέβηκαν .. με κόπους και μόχθους τα σκαλιά της κοινωνικής ζωής (Kasimatis) |
- οι σημερινοί άρχοντες δεν ήταν ευπατρίδες, αλλ' αυτοδημιούργητοι έμποροι (Roufos)
[fr kath αυτοδημιούργητος ← Hesych. s. αὐτόξυλον· αὐτοδημιούργητον ξύλον (Diogenianus), cpd (Iώσηπος Mοισιόδαξ, 1761) ← LK δημιουργητός (Justinus martyr phil., obiit ca. 165, spurious work) (: δημιουργῶ)]
- having succeeded in life through one's own efforts, self-made: