Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτογονιμοποίηση η [aftoγonimopíisi] Ο33 : (βιολ.) η ένωση θηλυκού και αρσενικού γεννητικού κυττάρου στους ερμαφρόδιτους οργανισμούς· αυτογαμία.
[λόγ. αυτο- + γονιμοποίη(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. autofécon dation (auto- = αυτο-)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτογονιμοποίηση [aftoγonimopíisi] η, (L) biol
- self-fertilization, autogamy (syn αυτογαμία)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτογονιμοποίησις, cpd w. γονιμοποίησις]