Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτογνωσία η [aftoγnosía] Ο25 : η γνώση του εαυτού μας, του χαρακτήρα μας, των αδυναμιών ή των δυνατοτήτων μας, των ελαττωμάτων ή των προτερημάτων μας· αυτεπίγνωση: H διαφύλαξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εθνική μας ~.
[λόγ. < γαλλ. autognosie < auto- = αυτο- + αρχ. γνῶσ(ις) -ie = -ία (διαφ. το ελνστ. αὐτογνῶσις `απόλυτη γνώση΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτογνωσία [aftoγnosía] η, (L)
- self-knowledge, self-understanding, self-awareness, autognosis (syn αυτεπίγνωση, near-syn αυτοαναγνώριση, αυτοσυνειδησία):
- αναλυτική, εθνική, ιστορική, πολιτιστική ~ |
- μελέτη, προσπάθεια αυτογνωσίας |
- ~ του ατόμου, του πνεύματος |
- οι μαρτυρίες απ' το εθνικό μας παρελθόν .. είναι πολύτιμες για την ~μας |
- η ~ θα σου δείξει ότι είσαι θνητός στο σώμα, αθάνατος στην ψυχή (Tatakis) |
- το μεγάλο .. τράνταγμα το έφερε η συντριβή του 1897, ένα σκληρότατο μάθημα αυτογνωσίας (Delmouzos) |
- με επιτήδεια βαλμένα ερωτήματα να οδηγεί τους μαθητές στην ~ (Athanasiadis-N) |
- η ~ δεν είναι παρά η ανακάλυψη του εσωτερικού ηθικού νόμου (Panagiotop)
[fr kath αυτογνωσία ← ByzG, cpd w. combin form -γνωσία; cf ἀγνωσία & δυσ-γνωσία (Eurip.), θεογνωσία, ιερογνωσία etc]
- self-knowledge, self-understanding, self-awareness, autognosis (syn αυτεπίγνωση, near-syn αυτοαναγνώριση, αυτοσυνειδησία):