Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοβουλία [aftovulía] η, (L)
- state of having a will of one's own, independence of volition (near-syn αυτεξούσιο 1):
- δεν του 'λεγε το κάθε πράγμα ευθύς, .. για να το συνηθίσει να σκέπτεται, να 'χει ~, να μη μαθαίνει μηχανικά (Xenop) |
- το παιδί χάνει την ~ του, γίνεται αυτόματο (Saratsis) |
- οι πράξεις τους .. θα δείχνουν αυτοπεποίθηση, αυτογνωσία, ~ (Idas)
[fr kath αυτοβουλία ← PatrG (Ephraem, 4th c.), der of αυτόβουλος]
- state of having a will of one's own, independence of volition (near-syn αυτεξούσιο 1):