Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτοβιογραφικός -ή -ό [aftovioγrafikós] Ε1 : που ανήκει στην αυτοβιογραφία ή έχει σχέση με αυτήν: Aυτοβιογραφικό κείμενο / έργο. Aυτοβιογραφικές σελίδες.
[λόγ. < γαλλ. autobiographique < autobiograph(ie) = αυτοβιογραφ(ία) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοβιογραφικός, -ή, -ό [aftovioγrafikós] (L)
- autobiographical:
- ~ τόνος, χαρακτήρας |
- αυτοβιογραφικοί στίχοι |
- αυτοβιογραφική ανάλυση, εξομολόγηση, επιστολή |
- αυτοβιογραφικό ημερολόγιο |
- αυτοβιογραφικό κείμενο, μυθιστόρημα, περιστατικό, σχεδίασμα, υλικό |
- με τα αυτοβιογραφικά του έπη ο Γρηγόριος αναδεικνύεται από τους πρώτους καλούς αντιπροσώπους του είδους (Tatakis) |
- τα χειρόγραφα τούτα απορρέουν κατά πολύ και από αυτοβιογραφικές αφορμές (Panagiotop) |
- δεν είναι τόσο η αυτοβιογραφική ανάπτυξη της ζωής μιας οικογένειας που έχει σημασία (Sachinis) |
- η Δ., αυτοβιογραφική στο έργο της, αντλεί τα θέματά της από την ίδια τη ζωή (Simop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) αυτοβιογραφικός, der of αυτοβιογραφία; cf βιογραφικός (A. Koraὁs 1812 etc]
- autobiographical: