Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοαπασχολούμενος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοαπασχολούμενος, -η, -ο [aftoapasxolúmenos] (L)
  • self-employed:
    • αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες

[fr kath αυτοαπασχολούμενος, prp of αυτοαπασχολούμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες