Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοαπασχολούμενος, -η, -ο [aftoapasxolúmenos] (L)
- self-employed:
- αυτοαπασχολούμενοι επαγγελματίες
[fr kath αυτοαπασχολούμενος, prp of αυτοαπασχολούμαι]
- self-employed: