Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτοέλεγχος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αυτοέλεγχος ο [aftoéleŋxos] Ο19 : η ικανότητα κάποιου να ελέγχει τον εαυτό του, τις πράξεις του: Xάνω τον αυτοέλεγχό μου, την αυτοκυριαρχία μου.

[λόγ. αυτο- + έλεγχος μτφρδ. αγγλ. self-control]

[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοέλεγχος [aftoéleŋxos] ο, (& αυτέλεγχος)
  • ① examination, judgement, or criticism of o.s. (syn αυτοεξέταση, αυτοκριτική):
    • αυστηρός, μεθοδικός, σκηρός ~ |
    • ασκεί αυτοέλεγχο |
    • με τον αυτοέλεγχο πολλά ελαττώματα μπορούν να πολεμηθούν (Loukatos) |
    • το συνέδριο .. δεν φρόντισε να κάνει αυτοκριτική κι αυτοέλεγχο και να προσδιορίσει και τη δική του ευθύνη (Thrylos) |
    • εσωτερική πείρα .. θησαυρίζει από την αυτοέρευνα, τον αυτοέλεγχο (Spandonidis) |
    • μπορεί και να νοιώσουμε να μας συντρίβει η αδυσώπητη κριτική του, αυτός ο οδυνηρός αυτέλεγχος (Panagiotop)
  • ② self-control, self-restraint (syn αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτηση):
    • χάνει τον αυτοέλεγχο |
    • αγνότης είναι ο ~ στη γενετήσια σφαίρα (Katsigra) |
    • εκφράζεται με ισορροπία και με μέτρο, με αυτοέλεγχο και αυτοπεριορισμό (Sachinis) |
    • εκτιμούσε .. την παρόρμηση, την τυχαία ορμή και παραμελούσε τον αυτοέλεγχο, τη συμπύκνωση του πάθους (Chatzinis)

[fr kath (neol) αυτοέλεχγος, cpd w. έλεγχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες