Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτιστικός -ή -ό [aftistikós] Ε1 : α.για πρόσωπο που πάσχει από αυτισμό: Aυτιστικό παιδί / άτομο. || (ως ουσ.) το αυτιστικό. β. που ανήκει ή που αναφέρεται στον αυτισμό ή στα αυτιστικά άτομα: ~ κόσμος. Aυτιστική διεργασία.
[λόγ. αυτ(ισμός) -ιστικός μτφρδ. γερμ. autistisch]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτιστικός, -ή, -ό [aftistikós] (L) psychol
- affected or characterized by autism, autistic:
- διδάσκει σε αυτιστικά παιδιά
[fr kath αυτιστικός ← ISV autistic]
- affected or characterized by autism, autistic: