Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυτισμός ο [aftizmós] Ο17 : (ψυχιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση του ατόμου που αποκρούει κάθε επαφή και επικοινωνία με τους άλλους και την πραγματικότητα: Παιδικός ~. Ο ~ των ενηλίκων είναι ένα από τα κύρια συμπτώματα της σχιζοφρένειας.
[λόγ. < γερμ. Autismus < αρχ. αὐτ(ός) `ο ίδιος΄ -ismus = -ισμός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτισμός [aftizmós] ο, (L) psychol
- mental or behavioral disorder involving withdrawal into o.s. and fantasizing, autism:
- παιδικός ~ |
- σχιζοφρενικός ~ |
- συμπτώματα αυτισμού
[fr kath αυτισμός ← ISV autism, der of αυτός]
- mental or behavioral disorder involving withdrawal into o.s. and fantasizing, autism: