Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αυτεπαγγέλτως
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτεπαγγέλτως [aftepaŋɟéltos] adv (L)
  • ① law by virtue of one's office or jurisdiction, ex officio (syn αυτεπάγγελτα):
    • το έγκλημα της μοιχείας διώκεται ~ |
    • το δικαστήριο του όρισε συνήγορο ~ |
    • το συγγενικό συμβούλιο συγκαλείται από τον ειρηνοδίκη είτε ~ είτε ύστερα από αίτηση των συγγενών (Christidis AK) στην αρχή η δίωξη δε γινόταν ~, αλλά μόνο κατόπιν καταγγελίας (Stasinop) |
    • ο διαιτητής .. επεμβαίνει ~ στις περιπτώσεις που κρίνει ότι παραβιάζονται οι κανονισμοί (Chatzinikou)
  • ② milit mandatorily, compulsorily (syn υποχρεωτικά):
    • αποστρατεύθηκε ~

[fr kath αυτεπαγγέλτως ← K, der of αυτεπάγγελτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες